ηλεκτρεγερτικός

ηλεκτρεγερτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί κίνηση ηλεκτρικού φορτίου: Ηλεκτρεγερτική δύναμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρεγερτικός — ή, ό (ηλεκτρ.) 1. αυτός που προκαλεί την κίνηση τού ηλεκτρισμού 2. αυτός που υπό την επίδραση μιας μηχανικής ή χημικής δράσης αναπτύσσει τον ηλεκτρισμό 3. ο σχετιζόμενος με τον παραγόμενο ηλεκτρισμό 4. «ηλεκτρεγερτική δύναμη» η ιδανική ηλεκτρική… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”